τρυγονάκι

τρυγονάκι
το, Ν [τρυγόνι]
1. υποκορ. τού τρυγόνι
2. φρ. «ζουν σαν τρυγονάκια»
(μτφ. για νεαρό ζευγάρι) ζουν ευτυχισμένα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρυγονάκι — το μικρό τρυγόνι: Σαν τρυγονάκι η Ζηνοβία… (Κ. Βάρναλης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”